ερμαίος

ερμαίος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειογράφος του κύκλου του Επίκτητου (6ος αι. π.Χ.). Ήταν τυπικός εκπρόσωπος του ερυθρόμορφου ρυθμού. Σώζονται τέσσερα έργα του ενυπόγραφα (Ερμαίος εποίησε). 2. Ο Σωτήρ (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.). Τελευταίος βασιλιάς του ινδοελληνικού κράτους, το οποίο από το πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ. είχε περιοριστεί στην κοιλάδα της Καμπούλ και σε μέρος της περιοχής του Πεντζάμπ. Σώζονται πολλά νομίσματα του κράτους με δίγλωσσες επιγραφές (ελληνικές και ινδικές) και με ανάγλυφη προτομή του E., ως νέου και ηλικιωμένου, γεγονός που δείχνει πως βασίλευσε πολλά χρόνια.
* * *
ἑρμαῑος, -α, -ον (AM) [Ερμής]
μσν.
ωφέλιμος, χρήσιμος, κατάλληλος
αρχ.
1. αυτός που πήρε το όνομά του από τον Ερμή («ἑρμαῑος λόφος»)
2. αυτός που ανήκει στον Ερμή («ἑρμαίη λύρη»)
3. ονομασία μήνα στο Άργος, στη Βοιωτία και στην Αιτωλία
4. επικερδής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἑρμαῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕρμαιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρμαιος — ἑρμαῖος called after masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμαῖον — Ἑρμαῖος masc acc sg Ἑρμαῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμαίους — Ἕρμαιος masc acc pl Ἑρμαί̱ους , Ἑρμαῖος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμαῖα — Ἑρμαῖος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμαῖοι — Ἑρμαῖος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρμαίους — ἑρμαῖος called after masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμαίω — Ἕρμαιον gift of neut nom/voc/acc dual Ἕρμαιον gift of neut gen sg (doric aeolic) Ἕρμαιος masc nom/voc/acc dual Ἕρμαιος masc gen sg (doric aeolic) Ἑρμαίης masc gen sg (attic epic ionic) Ἑρμαί̱ω , Ἑρμαῖος masc/neut nom/voc/acc dual Ἑρμαί̱ω ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμαίων — Ἕρμαιον gift of neut gen pl Ἕρμαιος masc gen pl Ἑρμαί̱ων , Ἑρμαῖος fem gen pl Ἑρμαί̱ων , Ἑρμαῖος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”